ὀνοματικά

ὀνοματικά
ὀνοματικός
consisting of nouns
neut nom/voc/acc pl
ὀνοματικά̱ , ὀνοματικός
consisting of nouns
fem nom/voc/acc dual
ὀνοματικά̱ , ὀνοματικός
consisting of nouns
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀνοματικάς — ὀνοματικά̱ς , ὀνοματικός consisting of nouns fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • εύω — εὕω και εὔω (Α) (ποιητ. τ.) 1. φλογίζω, καψαλίζω 2. (μτφ. για κακή ή δύστροπη γυναίκα) βασανίζω, τσουρουφλίζω («ἥ τ ἄνδρα... εὕει ἄτερ δαλοῡ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ρήμα που γρήγορα υποχώρησε στην Ελληνική έναντι τού συνωνύμου του καίω.… …   Dictionary of Greek

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • μετουσιασιαστικός — ή, ό (Α μετουσιαστικός, ή, όν) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετουσιαστικά γραμμ. επίθετα που παράγονται από ουσιαστικά και τα οποία δηλώνουν την ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένα τα ουσιαστικά που προσδιορίζονται από αυτά («μάλλινο ύφασμα»).… …   Dictionary of Greek

  • ονοματικός — ή, ό (Α ὀνοματικός, ή, όν) [όνομα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα, ονομαστικός 2. αυτός που αποτελείται από όνομα ή αυτός που έχει τη μορφή ονόματος («ονοματικός προσδιορισμός» προσδιορισμός όρου μιας πρότασης ο οποίος είναι όνομα,… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

  • πρόθημα — Στοιχείο που προτάσσεται σε ένα όνομα ή σε ένα ρήμα και που η λειτουργία του είναι μορφολογική ή σημασιολογική. Στην αρχαία ελληνική, τυπικά π. είναι η αύξηση (ένδειξη των παρωχημένων ρηματικών χρόνων) και ο αναδιπλασιασμός (ένδειξη των ρηματικών …   Dictionary of Greek

  • πτωτικός — ή, ό / πτωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πτωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.) νεοελλ. αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το… …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”